Γράφουν οι: Ελένη Θωμαΐδη, Ρευματολόγος ΥΓΕΙΑ και Γεώργιος Κήτας, Ρευματολόγος, Διευθυντής Τμήματος Ρευματολογίας ΥΓΕΙΑ
Η πρόληψη αποτελεί πολύτιμο εργαλείο της ιατρικής επιστήμης και έχει αποκτήσει σημαντικό ρόλο, μεταξύ άλλων στην εκστρατεία κατά του καπνίσματος και στα προγράμματα εμβολιασμού. Τα τελευταία χρόνια, ένα μέρος της έρευνας έχει αρχίσει να προσανατολίζεται στην πρόληψη και των μυοσκελετικών νοσημάτων.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Η αρθρίτιδα, μπορεί να διακριθεί σε φλεγμονώδη (όπως η ρευματοειδής, η ψωριασική και η ουρική) και μη φλεγμονώδη, συνηθέστερα εκφυλιστική αρθρίτιδα (οστεοαρθρίτιδα). Οι «οντότητες» αυτές διαφέρουν σημαντικά στην παθογένεση και στη θεραπευτική τους αντιμετώπιση, και, συνεπώς, διαφέρει και η ερευνητική προσέγγιση ως προς την φαρμακευτική τους πρόληψη. Τα δεδομένα φαρμακευτικής πρόληψης ρευματολογικών νοσημάτων είναι, ωστόσο, ακόμη πολύ περιορισμένα.
Οι ασθενείς με χρόνιες, φλεγμονώδεις αρθρίτιδες χρειάζονται συνήθως κάποια θεραπεία σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, με επακόλουθες επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής, ενώ οι σύγχρονες «βιολογικές» θεραπείες, αν και αποτελεσματικές, συνιστούν μια σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τη δημόσια υγεία. Για την οστεοαρθρίτιδα δεν υπάρχουν αποτελεσματικές φαρμακευτικές θεραπείες, ενώ η επίπτωση στην ποιότητα ζωής και η ενδεχόμενη ανάγκη αρθροπλαστικής σε προχωρημένη φάση, καθιστούν και εδώ σημαντική την πρόληψη.
Η πρόληψη της αρθρίτιδας θα πρέπει να εστιάζεται σε άτομα υψηλού κινδύνου. Πρόκειται συνήθως για άτομα με γενετική προδιάθεση (οικογενειακό ιστορικό), τα οποία εκτίθενται σε βλαπτικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες (πχ κάπνισμα στη ρευματοειδή αρθρίτιδα). Οι περισσότερες ρευματοπάθειες είναι συχνότερες στις γυναίκες, όπου πιθανότατα εμπλέκονται ορμονικοί παράγοντες.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Η παχυσαρκία, η ανθυγιεινή διατροφή και η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας φαίνεται, επίσης, να παίζουν κάποιο ρόλο, ενώ στα σημεία τραυματισμών ή επαναλαμβανόμενου βιομηχανικού στρες μπορεί να εμφανιστεί οστεοαρθρίτιδα.
Η τροποποίηση παραγόντων κινδύνου για τα νοσήματα αυτά του μυοσκελετικού, αποτελεί τη βάση της μη φαρμακευτικής τους πρόληψης, και προϋποθέτει κατάλληλη ενημέρωση των ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο, αλλά και των ιατρών.
Η Ευρωπαϊκή Ρευματολογική Εταιρεία (European League Against Rheumatism, EULAR) έχει προβεί σε συστάσεις για αλλαγές του τρόπου ζωής που αποσκοπούν στην πρόληψη της προόδου των ρευματολογικών και μυοσκελετικών νοσημάτων (σε συνδυασμό με τη φαρμακευτική αγωγή). Οι συστάσεις αυτές, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν ως ένα βαθμό και σε επίπεδο πρόληψης της εμφάνισης των συγκεκριμένων νοσημάτων.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Επισημαίνεται η αξία της άσκησης στην ανακούφιση του πόνου και στη βελτίωση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής του ατόμου. Η άσκηση προφυλάσσει από παράγοντες κινδύνου, όπως παχυσαρκία και ατροφία των μυών. Βελτιώνεται, συνεπώς, η σταθερότητα και η ισορροπία, που με τη σειρά τους προφυλάσσουν από πτώσεις και περαιτέρω τραυματισμούς. Προστατεύει, τέλος, από εμφάνιση συννοσηροτήτων, όπως καρδιαγγειακά και μεταβολικά νοσήματα.
Η σωστή διατροφή μπορεί να προφυλάξει από συννοσηρότητες, όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία. Συνιστάται υγιεινή, ισορροπημένη διατροφή, με μειωμένη κατανάλωση τροφών υψηλού θερμιδικού περιεχομένου, κορεσμένων λιπαρών, σακχάρων και υψηλή κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, ψαριών. Σε άτομα με ουρική αρθρίτιδα συνιστάται η αποφυγή ποτών πλούσιων σε ζάχαρη, βαρέων γευμάτων, υπερβολικής κατανάλωσης κρέατος και θαλασσινών, ενώ συνιστάται η κατανάλωση γαλακτοκομικών με χαμηλά λιπαρά.
Ένα παθολογικό σωματικό βάρος μπορεί να έχει σημαντικές, αλλά αναστρέψιμες επιπτώσεις για την υγεία. Σε υπέρβαρους/παχύσαρκους ασθενείς συνιστάται η ελεγχόμενη απώλεια βάρους μέσω σωστής διατροφής και σωματικής άσκησης, που πάντα σχετίζεται με καλύτερη έκβαση νόσου.
Το αλκοόλ αποτελεί αιτία πολλαπλών νοσημάτων και τραυματισμών, σχετίζεται με αυξημένες συννοσηρότητες και αυξημένο κίνδυνο εξάρσεων στην περίπτωση της ρευματοειδούς και της ουρικής αρθρίτιδας.
Συνιστάται η διακοπή του καπνίσματος, το οποίο έχει αρνητική επίδραση στην εξέλιξη της ίδιας της νόσου, καθώς και στην εμφάνιση συννοσηροτήτων. Στην περίπτωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, επηρεάζει επιπλέον και την ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή.
Μέχρι στιγμής, έχει παρατηρηθεί δυσχέρεια στη συνεργασία για ανάπτυξη κοινής στρατηγικής ως προς την πρόληψη των μυοσκελετικών νοσημάτων. Υπάρχει, επίσης, μεγάλη ετερογένεια πληροφοριών, που στηρίζονται, συνήθως, σε σαθρές επιστημονικές βάσεις. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντική η κατανόηση των επιπτώσεων των νοσημάτων αυτών σε ατομικό επίπεδο και επίπεδο δημόσιας υγείας και της ανάγκης για περισσότερες αξιόπιστες έρευνες με στόχο την πρόληψη της αρθρίτιδας, φλεγμονώδους και μη.