Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο πρώτος πρόεδρος σε περισσότερα από 100 χρόνια που ζήτησε νέα αμερικανική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένου του Άρη, σχολιάζει ο Εconomist σε ένα από τα εκτενή άρθρα του, που αναλύουν τις κινήσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ.
Σε άλλα δημοσιεύματά του, επισημαίνει ότι ο Τραμπ απειλεί να εγκαταλείψει τις παραδοσιακές αρχές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και να επικεντρωθεί στη συσσώρευση και εκμετάλλευση της εξουσίας που πλέον έχει στα χέρια του.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Οι προθέσεις του νέου προέδρου θα δοκιμαστούν και θα καθοριστούν σε τρεις συγκρούσεις: στη Μέση Ανατολή, την Ουκρανία και στον ψυχρό πόλεμο της Αμερικής με την Κίνα, επισημαίνει ο Economist. Κάθε μία από αυτές τις συγκρούσεις δείχνει πώς ο Τραμπ ωθείται να έρθει σε ρήξη με τις γραμμές που ορίστηκαν εδώ και δεκαετίες.
Κυνηγώντας ένα… Νόμπελ Ειρήνης για τη Μέση Ανατολή
Το Ισραήλ και η Χαμάς κατέληξαν σε μια συμφωνία για τη Γάζα επειδή ο Τραμπ έθεσε μια προθεσμία, απειλώντας ότι «θα ξεσπάσει η κόλαση» αν δεν τα καταφέρουν να καταλήξουν σε εκεχειρία. Θα πρέπει να συνεχίσει να τους πιέζει αν η συμφωνία πρόκειται να προχωρήσει στις επόμενες φάσεις της.
Από την εποχή του Ρίτσαρντ Νίξον, έχουμε να δούμε έναν πρόεδρο που το να συμπεριφέρεται σαν «τρελός» γίνεται πλεονέκτημα για τον ίδιο, σχολιάζει ο Economist. «Το καπρίτσιο ενισχύεται από τον πραγματισμό», ενώ σε αντίθεση με τους περισσότερους «ειρηνοποιούς», ο νέος Αμερικανός πρόεδρος αδιαφορεί για τη βασανισμένη ιστορία της Μέσης Ανατολής. Οι συμφωνίες του Αβραάμ, που υπογράφηκαν κατά την πρώτη του θητεία, υποδηλώνουν ότι θα χρησιμοποιήσει την απελευθέρωση των ομήρων για να προωθήσει μια συμφωνία μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, την οποία θεωρεί ως τον δρόμο προς την ευημερία …και ένα βραβείο Νόμπελ ειρήνης.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Όμως η αιματοκυλισμένη περιοχή της Μέσης Ανατολής θα αποτελέσει μια σκληρή δοκιμασία, σχετικά με το αν οι άνθρωποι είναι πραγματικά πρόθυμοι να παραμερίσουν τις πεποιθήσεις και τις απαιτήσεις τους για μια ευκαιρία ευημερίας.
Στον πόλεμο της Ουκρανίας, η απάντησή του θα είναι να αυξήσει την πίεση χρησιμοποιώντας κυρώσεις ή την απειλή βίας ή να αποχωρήσει. Επειδή έχει μεγαλύτερη επιρροή στους συμμάχους της Αμερικής από ό,τι ο Βλάντιμιρ Πούτιν, ο ευκολότερος δρόμος είναι να αποχωρήσει σταματώντας την υποστήριξη και να αναγκάσει έτσι την κυβέρνηση στο Κίεβο να κάνει παραχωρήσεις, ειδικά αν, όπως φοβούνται οι επικριτές του, κολακεύεται όταν ο Πούτιν «τον αντιμετωπίζει ως ένα άλφα αρσενικό προς ένα άλλο».
Αλλά αυτό θα υπονόμευε τους άλλους στόχους του. Η εγκατάλειψη θα προκαλούσε συγκρίσεις με τον Μπάιντεν και την τρανταχτή αποχώρησή του από το Αφγανιστάν, σχολιάζει ο economist.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Μπορεί ακόμη να αποφασίσει ότι το να φαίνεται έτοιμος να υποστηρίξει την Ουκρανία θα ενισχύσει τα χέρια του απέναντι στον Πούτιν. Μια καιροσκοπική χρήση της εξουσίας έχει κάποια οφέλη. Ο Τραμπ θα συνεχίσει να πιέζει τα μέλη του ΝΑΤΟ να ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνά τους έναντι της Ρωσίας, πράγμα που είναι καλό. Αλλά έχει και κόστος. Το ΝΑΤΟ μπορεί πιθανώς να επιβιώσει από τις απειλές του Τραμπ να αποχωρήσει, να τσακωθεί για το εμπόριο, να υποστηρίξει εθνικά συντηρητικά κόμματα και να εκφοβίσει τη Δανία για την κυριαρχία της Γροιλανδίας. Ωστόσο, οι συμμαχίες ευδοκιμούν πάνω στην εμπιστοσύνη υποστηρίζει ο Economist.
Τα διλλήματα μιας πολιτικής βασισμένης στην ισχύ
Αν ο Τραμπ όντως διεκδικήσει μια σφαίρα αμερικανικής επιρροής που θα αγκαλιάζει τον Καναδά, τη Γροιλανδία και τον Παναμά, οι πιο σκληροί θα ισχυριστούν ότι αποτελεί επιβεβαίωση της δικής τους αρχής ότι οι διεθνείς σχέσεις ήταν στην πραγματικότητα πάντα μια δοκιμασία ισχύος – βολικό όταν η Ρωσία εποφθαλμιά τη Γεωργία ή η Κίνα διεκδικεί τη Νότια Σινική Θάλασσα.
Αν ο Τραμπ περιφρονεί θεσμούς όπως η ΟΗΕ, οι οποίοι ενσαρκώνουν οικουμενικές αξίες, η Κίνα και η Ρωσία θα κυριαρχήσουν αντ’ αυτού σε αυτούς και θα τους εκμεταλλευτούν ως όχημα για τα δικά τους συμφέροντα.
Το στρατόπεδο Τραμπ υποστηρίζει ότι αυτό που μετράει είναι η δύναμη της Αμερικής και ότι αυτό θα οδηγήσει στην ειρήνη με την Κίνα. Προειδοποιούν για την ανάγκη αποτροπής ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου, παρατηρώντας ότι ο Σι Τζινπίνγκ θέλει να είναι σε θέση να καταλάβει την Ταϊβάν με τη βία μέχρι το 2027. Η Κίνα κατασκευάζει επίσης με ταχείς ρυθμούς πυρηνικά όπλα και κατακτά συστηματικά τις στρατηγικές τεχνολογίες. Η Αμερική, λένε, πρέπει να αποκαταστήσει την αποτροπή- και η πανστρατιά της διπλωματίας των «τρελών», του πραγματισμού και της συσσώρευσης οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος είναι ο τρόπος για να γίνει αυτό, σημειώνουν.
Υπάρχει μια αντίφαση στην υπόθεση της Ταϊβάν, όπου μπορεί να αποτελέσει το σκηνικό μιάς νέας σύρραξης. Αν η πηγή της δύναμης της Αμερικής είναι να είναι αδίστακτα ρεαλιστική απέναντι στις αξίες, σκληρή με τους συμμάχους και ανοιχτή σε συμφωνίες με τους αντιπάλους, τότε αυτές ακριβώς είναι οι προϋποθέσεις για να φέρει ο Τραμπ την Ταϊβάν ως αντάλλαγμα με την Κίνα.
Απομακρυνόμενος από τις αξίες και αρχές που διαμόρφωσαν τη μεταπολεμική Αμερική και την στέριωσαν στην κορυφή του παγκόσμιου στερεώματος, ο Τραμπ θα παραδώσει το ισχυρότερο όπλο που δεν διαθέτουν οι δεσποτικοί αντίπαλοί του, καταλήγει η ανάλυση του Economist.