Σπυριδωνία Κρανιώτη
Ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος έχει μια επιτυχημένη πορεία στο θέατρο με σημαντικές συνεργασίες και είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους πιο σημαντικούς ηθοποιούς της γενιάς του. Ο πολυτάλαντος καλλιτέχνης με αφορμή την παράστασή του «Το αμάρτημα της μητρός μου» σε σκηνοθεσία δική του, η οποία παρουσιάζεται για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Ραντάρ, μίλησε στη Ζούγκλα για την επιτυχία της παράστασής του, τον ρόλο του, τις συνεργασίες του και αποκάλυψε τι ονειρεύεται για την καλλιτεχνική του διαδρομή.
«Η δική μου σκηνοθετική οπτική, έχει να κάνει, με μια ηθελημένη βουτιά ενός ανθρώπου στη μνήμη της παιδικής του ηλικίας. Σε τόπο τραυματικό που τον στιγμάτισε βαθειά, μα όχι ανεπανόρθωτα. Συνειδητοποιώντας πως πρέπει να περάσει πρώτα μέσα απ’ τα σκοτάδια του με τόλμη, αν θέλει να φτάσει στο φως» αναφέρει μεταξύ άλλων ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος και συμπληρώνει: «Η σκηνική απεικόνιση λοιπόν αυτής της αναδρομικής διαδικασίας, επέλεξα να φέρει μέσα στην παράσταση, κάποια στοιχεία τελετουργίας, να δημιουργεί μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα, προσκαλώντας επί της ουσίας τους θεατές σε μία βιωματική εμπειρία».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Πού οφείλεται η επιτυχία της παράστασης; Ποια είναι τα στοιχεία του έργου που έγιναν αιτία να ακολουθήσει ο κόσμος και να αγαπήσει το «αμάρτημα της μητρός μου»;
Καταρχάς, είχα στα χέρια μου ένα σπουδαίο κείμενο. Αυτό θα μπορούσε απ’ τη μία, να αποτελέσει a priori εφόδιο επιτυχίας, απ’ την άλλη όμως και μια επικίνδυνη παγίδα. Ειδικά αν δεν ξέρεις πως να το χειριστείς.
Νιώθω πως το σημείο επιτυχίας της παράστασης έγκειται ακριβώς στον τρόπο χειρισμού του κειμένου. Στον τρόπο με τον οποίο φωτίστηκε η κάθε μικρή και μεγάλη φράση του διηγήματος, αλλά κυρίως στον τρόπο που αναδύεται ο ψυχισμός των ηρώων του.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Αυτά κάνουν το θεατή να μη θέλει να χάσει τίποτα απ’ την ιστορία. Έτσι κι αλλιώς ο τρόπος που περιγράφει ο Βιζυηνός κάποιες εικόνες, προκαλεί ρίγος. Πολύ σημαντική υπήρξε η προηγούμενη επαφή μου με το κείμενο, πριν πολλά χρόνια, σε σκηνοθεσία τότε του Δήμου Αβδελιώδη. Το κείμενο καταστάλαζε μέσα μου, χρόνο με το χρόνο, όλα αυτά τα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν έως το τωρινό ανέβασμα του από μένα. Πράγμα σπάνιο, αλλά και ιδιαίτερα αποκαλυπτικό. Υπερπολύτιμοι όμως και οι συνεργάτες μου σ αυτήν τη δουλειά.
Χωρίς αυτούς η δουλειά θα έμενε μισή. Και θέλω με την αφορμή αυτή να δηλώσω πόσο ευγνώμων είμαι απέναντι στον καθένα τους, για την πίστη και αγάπη με την οποία αγκάλιασαν την ιδέα αυτή.
Πείτε μας δυο λόγια για τον ρόλο σας καθώς και για την παράσταση
Ο ρόλος μου είναι ο ίδιος ο συγγραφέας και αφηγητής της ιστορίας. Ο Γιωργής. Μέσα απ’ τη μνήμη και τη φαντασία του ξεπηδούν κι όλοι οι υπόλοιποι, με προεξάρχουσα την κυρίαρχη μορφή της μητέρας του.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Η δική μου σκηνοθετική οπτική, έχει λοιπόν να κάνει, με μια ηθελημένη βουτιά ενός ανθρώπου στη μνήμη της παιδικής του ηλικίας. Σε τόπο τραυματικό που τον στιγμάτισε βαθειά, μα όχι ανεπανόρθωτα. Συνειδητοποιώντας πως πρέπει να περάσει πρώτα μέσα απ’ τα σκοτάδια του με τόλμη, αν θέλει να φτάσει στο φως.
Η σκηνική απεικόνιση λοιπόν αυτής της αναδρομικής διαδικασίας, επέλεξα να φέρει μέσα στην παράσταση, κάποια στοιχεία τελετουργίας, να δημιουργεί μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα, προσκαλώντας επί της ουσίας τους θεατές σε μία βιωματική εμπειρία.
Στο ταξίδι αυτό υπάρχουν και σημεία που μπορεί να τον ταράξουν, που να μην είναι ακόμα διαχειρίσιμα. Σημεία που πρέπει ν απωθήσει, να προσπεράσει ενδεχομένως ώσπου να φτάσει η στιγμή της αποκάλυψης του τραγικού μυστικού της μητέρας του.
Με τον τρόπο αυτό ο Γιωργής είναι ένας πάσχων αφηγητής επί σκηνής. Που δεν αφηγείται όμως στο κοινό, αλλά στον εαυτό του. Γίνεται η φωνή της μνήμης του. Στην προσπάθεια του να θυμηθεί και να ανασυνθέσει εικόνες και ψυχικά φορτία απ’ το παρελθόν στο σκηνικό παρόν.
Πόσο δύσκολο είναι για έναν ηθοποιό να ενσαρκώσει έναν ήρωα ενός λογοτεχνικού και όχι θεατρικού κειμένου;
Αρκετά δύσκολο θα έλεγα. Και στα δύο είδη κειμένου μπορεί να υπάρξει ένας ήρωας που αφηγείται π.χ. κάτι προσωπικό. Στη θεατρική γραφή, ο λόγος του συγγραφέα δημιουργείται εξ αρχής με γνώμονα κάποιον ηθοποιό που θα τον εκφέρει σκηνικά, στο πλαίσιο μιας παράστασης. Αυτό σημαίνει ότι φέρει ή διευκολύνει, τα απαραίτητα σκηνικά εργαλεία που τον συμπληρώνουν. Παραδίδεται δε συνήθως, με μια “λιτότητα” στην περιγραφή, αφήνοντας χώρο στη σκηνική δράση. Στη λογοτεχνία όμως δεν συμβαίνει το ίδιο. Αλλά το αντίθετο. Ο λόγος φτιάχνεται για τον μελλοντικό αναγνώστη. Φέροντας συνήθως έναν λόγο λεπτομερή και περιγραφικό. Τόσο για την ψυχική κατάσταση του ήρωα, όσο και για τις εικόνες που εκείνος αφηγείται. Σαφώς λοιπόν εδώ, έχουμε μια έξτρα δυσκολία. Μία πρόκληση. Πώς αυτός ο λόγος θ αποκτήσει ζωή πάνω στη σκηνή.
Υπάρχει κάποια φράση του έργου ή του ρόλου σας που σας συγκινεί ιδιαίτερα;
Δεν είναι μία. Είναι πολλές. Όλη η σεκάνς, ας το πούμε έτσι, της πρώτης διανυκτέρευσης στην εκκλησία, με ταράζει και με ευφραίνει ταυτόχρονα, όταν την διηγούμαι. Η περιγραφή του παγανιστικού δρώμενου και η επίκληση του νεκρού πατέρα. Οι τελευταίες στιγμές της Αννιώς. Η εξομολόγηση της μητέρας. Δεν μπορώ κυριολεκτικά να απομονώσω μόνο μια φράση.
Πόσο δύσκολο είναι να παίζετε και να σκηνοθετείτε;
Σίγουρα είναι πιο δύσκολο από το να κάνω μόνο το ένα απ’ τα δύο. Είναι η πρώτη φορά που τόλμησα εξ ολοκλήρου να τα κάνω και τα δύο. Μάλιστα πριν από λίγα χρόνια έλεγα πως αυτό το πράγμα είναι γελοίο και δεν πρόκειται να το κάνω ποτέ. Και είναι όντως τρελό. Αφού όταν παίζεις, δεν μπορείς ταυτόχρονα να εποπτεύεις τον εαυτό σου. Ούτε μπορείς να σκηνοθετήσεις κάποιον που δεν θα τον δεις ποτέ στη σκηνή. Αλλά εδώ υπήρχε σοβαρός λόγος. Αν έπαιζα μόνο, οι ιδέες που είχα για το συγκεκριμένο έργο, δεν θα γίνονταν ποτέ πράξη. Εκτός αν είχε και κάποιος άλλος σκηνοθέτης τις ίδιες ακριβώς ιδέες με μένα. Αν ήμουν δε μόνο σκηνοθέτης από την άλλη, κάποια στιγμή ο χρόνος των προβών θα τελείωνε, και εγώ θα εμένα μόνος και θα ζήλευα με την καλή έννοια εκείνον τον συνάδελφο που θα θα έπαιζε αντί για μένα στις παραστάσεις. Έτσι παγιδεύτηκα και αποφάσισα να τολμήσω και τα δύο.
Πείτε μας λίγα λόγια για σας και πώς προέκυψε στην ζωή σας το θέατρο;
Α, αυτό έγινε τελείως τυχαία. Όταν δούλευα στο λογιστήριο, ναι καλά ακούσατε, στο λογιστήριο ενός μεγάλου εκπαιδευτικού ομίλου.
Εκεί λοιπόν στο παιδαγωγικό του κομμάτι ας πούμε, ο υπεύθυνος του τμήματος που προέρχονταν από το χώρο του θεάτρου, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει κάποιους μαθητές και να σκηνοθετήσει μία παράσταση. Ένα κωμειδύλλιο. «Ο θάνατος του Περικλέους» του Δημήτρη Κορομηλά. Του έλειπε όμως ένας πατέρας. Ο Τζον Αρβανιτόπουλος πού ήταν 55 χρόνων!.. και προσέγγισε εμένα. Έναν υπάλληλο. Έναν λογιστή. Ήμουν τότε 23…
Φυσικά είπα όχι. Αλλά επέμενε. Στο τέλος λέω ας το κάνω μπας και μ αφήσει ήσυχο. Δεν μπορώ να πω ότι δεν μου άρεσε η διαδικασία των προβών, αλλά όχι ότι μου μπήκαν και ιδέες να αλλάξω επάγγελμα. Η παράσταση είχε μεγάλη επιτυχία, έγινε σε θέατρο που είχε ενοικιάσει η σχολή έξω, με το τμήμα του επαγγελματικού μακιγιάζ να κάνει τότε ό,τι καλύτερο μπορούσε στο πρόσωπο ενός 23χρονου που δεν είχε ούτε μία ρυτίδα.
Μετά το τέλος της παράστασης με πλησίασαν πάρα πολλοί και εμμέσως πλην σαφώς με προέτρεπαν όλοι να δώσω εξετάσεις σε μία δραματική σχολή για να γίνω ηθοποιός. Εντάξει δεν τους πίστεψα. Τη δεύτερη χρονιά που κάναμε άλλο έργο, ξανά τα ίδια. Εντονότερες οι πιέσεις. Τότε άρχισα να προβληματίζομαι. Λέω δεν μπορεί, ή αυτοί είναι ομαδικά βλαμμένοι ή κάτι καλό έχω εγώ το οποίο δεν μπορώ να καταλάβω.
Έτσι αποφάσισα να δώσω στη δραματική σχολή. Έκανα δέκα μαθήματα με τον Γιώργο Γεωγλερή που μου σύστησε τότε, ο καλός φίλος και εξαιρετικός καραγκιοζοπαίχτης Τάσος Κώνστας και αυτό ήταν. Πέρασα σε τρεις δραματικές σχολές και διάλεξα τη Δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών, γιατί με βόλευε καλύτερα με το ωράριο της δουλειάς.
Στο δεύτερο έτος παραιτήθηκα από τη δουλειά μου, αναγκαστικά αφού έχανα μονίμως τις πρώτες ώρες απ’ το Ωδείο Αθηνών κι από κει και μετά η ζωή μου άλλαξε για πάντα. Δεν μετανιώνω καθόλου για αυτή μου την απόφαση. Μετράω ποια 27 χρόνια ως ηθοποιός.
Και μου φαίνεται απίστευτο και μόνο που το λέω. Γιατί δεν έχω καταλάβει πότε πέρασαν. Μπορεί ίσως να είχα περισσότερα χρήματα αν έμενα στην προηγούμενη μου δουλειά. Μ αυτήν όμως νομίζω πως κέρδισα πολλά. Πως έμαθα άλλα τόσα. Τον εαυτό μου πρώτα από όλα. Μέσα από τους μεγάλους συγγραφείς και μέσα από συνεργασίες με σπουδαίους ανθρώπους, έγινα νομίζω καλύτερος άνθρωπος. Αυτός δεν είναι πλούτος;
Ποιες στιγμές και συνεργασίες σας ξεχωρίζετε;
Χμ, δύσκολο γιατί όλες έχουν κάτι απ’ αυτό που είμαι τώρα. Τι να πω, αν έπρεπε να ξεχωρίσω οπωσδήποτε κάποιες , θα ήταν σίγουρα οι τρεις συνεργασίες μου με τον Λευτέρη Βογιατζή, με την Κατερίνα Ευαγγελάτου και τον πατέρα της, με τον Σταμάτη Φασουλή και την Ελένη Ράντου, τον Πέτρο Ζούλια και τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη, τη φίλη μου τη Σοφία Καραγιάννη τις συνεργασίες με τον Θέμη Μουμουλίδη στη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη και το Μαουτχάουζεν, με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο και τον Κώστα Τσιάνο στο Εθνικό, είναι πολλές, θα πλατειάσω. Και σίγουρα θα αδικήσω κάποιες. Δεν είν’ εύκολο να απομονώσω κάποιες. Η καθεμία έχει την αξία της για μένα. Κι απ’ όλες κράτησα κάτι θετικό.
Τι ονειρεύεστε για την καλλιτεχνική σας διαδρομή;
Να μην σταματήσω να ονειρεύομαι γενικώς, να ανακαλύπτω διαρκώς νέα πράγματα και να συνεργάζομαι πάντα με ανθρώπους που θαυμάζω κι εκτιμώ.
Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας εκτός σκηνής σε κάποιον που θα ενδιαφερόταν να σας γνωρίσει; Τι σας αρέσει να κάνετε όταν δεν εργάζεστε;
Δεν ξέρω μάλλον είμαι ένας ήρεμα ανήσυχος άνθρωπος. Εκτός σκηνής, δεν ξέρω τι θα έβρισκε κάποιος, ενδιαφέρον σε μένα. Αυτό που μου αρέσει ας πούμε πολύ, είναι η μουσική, το τραγούδι, το πιάνο, να παίζω μπάσκετ, να πετυχαίνουν οι μαθητές μου στη σχολή μιούζικαλ που διδάσκω, να κάνω βόλτες και να παίζω με τον γιο μου. Να, αυτά πάνω κάτω.
Από που αντλείτε για να είστε καλά στην καθημερινότητα σας;
Λοιπόν να διευκρινίσουμε ότι πάνω στο κούτελο μου γράφει άνθρωπος. Το οποίο σημαίνει ότι υπάρχουν μέρες που αισθάνεσαι καλύτερα από κάποιες άλλες. Υπάρχουν πράγματα που σε τσιτώνουν τα διαχειρίζεσαι με ψυχραιμία και άλλα όχι.
Μετά τη γέννηση του γιου μου βέβαια, νομίζω πως αυτό έχει αλλάξει σε βάθος. Είμαι νομίζω πιο ήρεμος και πιο κατασταλαγμένος στο τι με ενδιαφέρει και το τι έχει τελικά αξία για μένα. Τα παιδιά μας δείχνουν πάντα το σωστό δρόμο. Κι ας νομίζουμε ότι τους τον δείχνουμε εμείς.
Ετοιμάζετε κάτι άλλο;
Ναι, είμαι σε στάδιο οργάνωσης και προετοιμασίας νέου έργου. Ελπίζω σύντομα να είμαι σε θέση ν’ αποκαλύψω κάτι περισσότερο.
Info
«Το αμάρτημα της μητρός μου» θα παρουσιάζεται στο θέατρο Ραντάρ κάθε Δευτέρα και Τρίτη μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου 2025.